-
1 щедрый
щедрый γενναιόδωρος; быть \щедрыйым на обещания δίνω πλούσιες υποσχέσεις* * *быть ще́дрым на обеща́ния — δίνω πλούσιες υποσχέσεις
-
2 щедрый
щедр||ыйприл1. γενναιόδωρος, ἀνοιχτοχέρης, χουβαρντδς:\щедрыйый человек ὁ χουβαρντας, ὁ ἀνοιχτοχέρης, ὁ χουβαρντάνθρωπος· быть \щедрыйым на обещания δίνω πλούσιες ὑποσχέσεις· \щедрыйой руко́й ἄφθονα, ἀπλόχερα·2. (богатый) ἀφθονος, πλούσιος:\щедрыйые подарки τά πλούσια δώρα· \щедрыйая земля ἡ πλούσια γή.